στρεβλότητα

στρεβλότητα
η / στρεβλότης, -ητος, ΝΑ [στρεβλός]
1. η ιδιότητα τού στρεβλού, το να είναι κανείς ή κάτι στραβό, συνεστραμμένο («καμπαῑς καὶ στρεβλότησι», Πλούτ.)
2. μτφ. α) δυστροπία
β) παραλογισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στρεβλότητα — η το να είναι κάποιος στεβλός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στρεβλότητα — στρεβλότης being twisted fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζαβοσύνη — η [ζαβός] 1. η ιδιότητα τού ζαβού, η στρεβλότητα 2. αδεξιότητα, ζαβιά, ζαβάδα …   Dictionary of Greek

  • κακόνοια — η (AM κακόνοια) [κακόνους] 1. δυσμένεια, εχθρότητα, εχθρική διάθεση («οὐ γὰρ κακονοίᾳ τῆ σῆ τοῡτο ποιεῑ, ἀλλ ἀγνοίᾳ», Ξεν.) 2. δυστροπία, στρεβλότητα χαρακτήρα, κακοτροπία, αναποδιά …   Dictionary of Greek

  • καταγκυλώ — καταγκυλῶ, όω (Α) 1. (για τις τρίχες τού κεφαλιού) κάνω κάτι κυματώδες, «κατσαρώνω» 2. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ.) τὸ κατηγκυλωμένον η λοξότητα, η στρεβλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀγκυλῶ (< ἀγκύλος)] …   Dictionary of Greek

  • ραιβότητα — η / ῥαιβότης, ητος, ΝΜ [ῥαιβός] η ιδιότητα τού ραιβού, στρεβλότητα …   Dictionary of Greek

  • ροικός — Αρχιτέκτονας και χαλκοπλάστης από τη Σάμο. Έζησε στα μέσα του 7ου αι. και ήταν γιος του Φιλέα ή Φιλαίου. Δημιούργησε μια οικογένεια Σάμιων καλλιτεχνών, που οι πιο γνωστοί τους είναι ο γιος του Τηλεκλής και ο εγγονός του Θεόδωρος. Κατά τον Ηρόδοτο …   Dictionary of Greek

  • σκαμβότης — ητος, ἡ, Μ [σκαμβός] η ιδιότητα τού σκαμβού, στρεβλότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”